γουρουνάκι

γουρουνάκι
το
μικρό γουρούνι, χοιρίδιο: Χτες σφάξαμε ένα γουρουνάκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γουρουνάκι — το μικρός χοίρος …   Dictionary of Greek

  • -αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… …   Dictionary of Greek

  • απαλίας — ἁπαλίας, ο (Α) νεογέννητο κατσικάκι ή γουρουνάκι …   Dictionary of Greek

  • γουρλώνω — ανοίγω υπερβολικά τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρουλώνω < μσν. γρυλλώνω < αρχ. γρύλλος «γουρουνάκι»] …   Dictionary of Greek

  • γουρούνι — το (Μ γουρούνιον και γουρούνιν) 1. χοίρος 2. άνθρωπος βρόμικος και άξεστος 3. φρ. «αγοράζω γουρούνι στο σακί» παίρνω οτιδήποτε χωρίς να το εξετάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γουρούνι < μσν. γουρούνι(ο) ν < αρχ. γρώνα «θηλυκό γουρούνι» (Ησύχ.) (αν… …   Dictionary of Greek

  • δελφάκιον — δελφάκιον, το (Α) [δέλφαξ] 1. γουρουνάκι που βυζαίνει ακόμη 2. το γυναικείο αιδοίο …   Dictionary of Greek

  • δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… …   Dictionary of Greek

  • δελφακίδα — και δερφακίδα, η (AM δελφακίς) [δέλφαξ] θηλυκό γουρουνάκι που θηλάζει ακόμη …   Dictionary of Greek

  • δελφακούμαι — δελφακοῡμαι ( όομαι) (Α) [δέλφαξ] (για γουρουνάκι, με άσεμνο υπαινιγμό για το αιδοίο νεαρών κοριτσιών) αναπτύσσομαι, φθάνω σε ώριμη ηλικία (Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κρωμακίσκος — κρωμακίσκος, ὁ (Α) [κρώμαξ] πιθ. γουρουνάκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”